θρέψιμο

θρέψιμο
τό
1) кормление; 2) выкармливание, откармливание; 3) вскармливание;

§ τό θρέψιμο της πληγής — заживление раны


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "θρέψιμο" в других словарях:

  • θρέψιμο — το, ατος 1. θρέψη. 2. επούλωμα: Θρέψιμο της πληγής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρέψιμο — το [τρέφω] η θρέψη …   Dictionary of Greek

  • διάθρεψη — η (AM διάθρεψις, εως) [διατρέφω] 1. πλήρης, κανονική θρέψη, διατροφή, θρέψιμο 2. το αποτέλεσμα τής θρέψης 3. η παροχή τών αναγκαίων για τη διατροφή …   Dictionary of Greek

  • θρέψη — Η εισαγωγή στους έμβιους οργανισμούς των απαραίτητων ουσιών για τη συντήρησή τους. (Βιολ.) Η θ. αποτελεί πρωταρχική ιδιότητα των ζωντανών οργανισμών. Η ζωντανή ύλη έχει τη δυνατότητα να προσλαμβάνει και να αποικοδομεί τα ξένα μόρια και έτσι να… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»